Η Μονή Αγίου Παντελεήμονα αναφέρεται στην οθωμανική απογραφή του 1569/70 ως ένα από τα οκτώ μοναστήρια της περιοχής Αγιάς που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή. Στο ίδιο κατάστιχο υπάρχουν στοιχεία για τη μεγάλη κτηματική περιουσία της. Τα στοιχεία αυτά συμβαδίζουν με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του καθολικού και τις επιγραφές του 1568 και 1579, οι οποίες αναφέρονται στην στέγη και πρέπει να σχετίζονται με την ολοκλήρωση του κτιρίου. Το ίδιο έτος, το 1579, κατασκευάσθηκε επίσης το τέμπλο του ναού, ενώ την ίδια εποχή τοποθετούνται οι αρχικές τοιχογραφίες, όπως αυτές της πρόσοψης. Λίγα χρόνια αργότερα τοιχογραφείται το μικρό ιερό του παρεκκλησίου του πύργου της Μονής. Η διακόσμηση αυτής της φάσης ολοκληρώνεται με τη ζωγραφική της τράπεζας, που έγινε το 1616.
Στα τέλη του 16ου αιώνα η οθωμανική οικονομία περνά μια πληθωριστική κρίση, εξ αιτίας της οποίας πολλά μοναστήρια αντιμετωπίζουν προβλήματα με την περιουσία τους. Ισως αυτή να είναι η αιτία για την οποία η ζωγραφική του καθολικού έμεινε ημιτελής.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα η Μονή εισέρχεται και πάλι σε ανακαινιστική φάση, όπως προκύπτει από την κατασκευή νέων εικόνων στο τέμπλο (1711) και το μεγάλο ζωγραφικό πρόγραμμα, που καλύπτει ολόκληρο το καθολικό και το νάρθηκα (1724). Η εποχή αυτή σηματοδοτείται από μια νέα επωνυμία της Μονής ως Παναγία η Κλαδιώτισσα, πιθανόν από κάποια θαυματουργή εικόνα και μ'αυτήν σχετίζεται η εικόνα των Εισοδίων του τέμπλου, που περιβάλλεται από ανθοφόρο βλαστό και επιστέφεται από τη Θεοτόκο ως Βάτο. Στα 1778, όταν πέρασε από εδώ ο Σουηδός περιηγητής Björnstal, υπήρχαν ακόμη 4-5 μοναχοί, οι οποίοι του διηγήθηκαν ότι η Μονή κτίσθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου. Η πληροφορία αυτή μπορεί να συνδυασθεί με το έτος 1292 που ανέφερε ο παλιός λόγιος της Αγιάς Θεόδωρος Χατζημιχάλης, με το αποτέλεσμα της δενδροχρονολόγησης της ξυλείας, που έγινε από αμερικανούς επιστήμονες, καθώς και με τα λίγα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρέθηκαν στην αυλή της Μονής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται υστεροβυζαντινός τοίχος, που εντοπίσθηκε κατά την πρόσφατη επισκευή του πύργου.
Συνεπώς, η αρχική φάση της Μονής τοποθετείται στην τελευταία φάση του Βυζαντίου, όταν ακόμη η περιοχή του Κισσάβου ήταν γνωστή ως Όρος των Κελλίων, λόγω του πλήθους των μοναστηριών και των ασκηταριών. Μετά την επανίδρυσή της τον 16ο αιώνα, οπότε προστέθηκε η τιμή του Αγίου Παντελεήμονα, γνώρισε μια μεγάλη περίοδο ακμής μέχρι τον 19ο αιώνα. Διαλύθηκε το 1881, όπως όλες οι μονές της Αγιάς και υπέστη πολλές φθορές λόγω της εγκατάλειψης, ενώ κατοικήθηκε εκ νέου την δεκαετία του 1980 έως το 1993, οπότε ανακτίσθηκε η δυτική πτέρυγα.
Από το 1993 και για δώδεκα χρόνια η Μονή παρέμεινε κλειστή. Το 2005 με ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Ιγνατίου εγκαθίστανται οι δύο πατέρες με ηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανό Καζατζίδη, αρχίζει ένα νέο ανακαινιστικό έργο (συντήρηση καθολικού, τοιχογραφιών, τέμπλου, φορητών εικόνων, συντήρηση πύργου, εκπόνηση μελέτης ανεγέρσεως της νοτιοανατολικής πτέρυγας κλπ) και συγκροτείται η νέα αδελφότης που σήμερα αριθμεί εννέα πατέρες και δύο δοκίμους. Μετά την εκδημία του ηγουμένου Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού, το 2021, νέος ηγούμενος είναι ο Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Αγαθονίκου.
Το καθολικό και ο διάκοσμος του 16ου αιώνα
Το σωζόμενο καθολικό είναι ένας ναός διαστάσεων 9,8 x 8 μ., που ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο τρίκογχο τύπο, τον λεγόμενο αθωνίτικο. Ο κεντρικός χώρος καλύπτεται με οκτάπλευρο τρούλλο και τα γωνιαία διαμερίσματα με φουρνικά. Οι κίονες είναι μαρμάρινοι και δύο από αυτούς φέρουν ανάγλυφα κιονόκρανα μεσοβυζαντινής εποχής. Το ιερό βήμα χωρίζεται με συνεχείς τοίχους σε τρία τμήματα που επικοινωνούν με τοξωτά ανοίγματα. Το κεντρικό τμήμα καλύπτεται με καμάρα και οι πλάγιοι με τρουλλίσκους, ενώ ο νάρθηκας φέρει και αυτός σύνθετη κάλυψη με τρία φουρνικά. Το κτίριο είναι καλοκτισμένο με στρώσεις λαξευμένων λίθων και πλίνθων. Ιδιαίτερη επιμέλεια έχει ο τρούλλος, όπου εναλλάσσεται τριπλή σειρά πλίνθων, ενώ οι τρουλλίσκοι είναι πλίνθινοι. Οι τρούλλοι και οι κόγχες φέρουν αψιδώματα, με κεραμοπλαστικό κόσμημα από τεθλασμένες γραμμές. Δίλοβα παράθυρα ανοίγονται στο μέσον των κογχών, από τα οποία, εκείνα της βόρειας φράχθηκαν στη φάση του 1724 για την προστασία από την υγρασία, όπως και της βορεινής πλευράς του τρούλλου.
Η καμπύλη στέγαση των κατά μήκος σκελών του σταυρού και τα τρουλλαία παραβήματα αποτελούν τα κυριώτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ναού που τον συνδέουν με την βυζαντινή παράδοση, ιδίως της Κωνσταντινούπολης. Οι κομψές αναλογίες, η ακρίβεια της εκτέλεσης και η πρώϊμη χρονολόγησή του τον καθιστούν ένα από τα πλέον αξιόλογα παραδείγματα του αθωνίτικου τύπου και θα πρέπει να συνδεθεί με μια δραστήρια αδελφότητα και σημαντικούς χορηγούς.
Ο ζωγράφος Γαβριήλ δημιουργεί χαρακτηριστικές μορφές με ψηλόλιγνες αναλογίες, ασκητικά πρόσωπα και ιδιαίτερη κίνηση στην πτυχολογία των ενδυμάτων, ιδίως στους ολόσωμους αγίους. Το ζωγραφικό του ύφος σχετίζεται με την περιοχή της μαθητείας του, την Πελοπόννησο, ενώ εικονογραφικά έχει ενσωματώσει στοιχεία από εικόνες κρητικής τέχνης της εποχής του, όπως φαίνεται επίσης από την απόδοση του ύμνου «Επί σοί χαίρει» και άλλες εικονογραφικές του επιλογές. Δεν φαίνεται να άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στη μεταγενέστερη τέχνη της Θεσσαλίας, ωστόσο η παρουσία του εντοπίζεται σε άλλον ένα ναό στην Αγιά, το ναίσκο του Χριστού.
Ο πύργος και η τράπεζα
Ανήκουν στα αρχικά κτίσματα της Μονής. Ο διώροφος πύργος του ηγουμένου φέρει στον όροφο μικρό παρεκκλήσι, τοιχογραφημένο στα τέλη του 16ου αιώνα, ενώ υπήρχε και τέμπλο της ίδιας εποχής, που έχει καταστραφεί. Ο διάκοσμος περιλαμβάνει λίγες σκηνές, την Κάθοδο στον Αδη, την Ψηλάφιση του Θωμά, τον Χριστό αναπεσόντα και τον Μελισμό ανάμεσα στους ιεράρχες, ενώ υπάρχουν ακόμη το Όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας, ο Ιωνάς στο στόμα του κήτους και ο Άγιος Νικόλαος. Από τη ζωγραφική αυτή αναδεικνύεται ένας ικανός ζωγράφος της εποχής, που είχε επαφές με την τέχνη της Δυτικής Μακεδονίας και ανήκει σε εργαστήριο με ισχυρή παρουσία στα εκκλησιαστικά μνημεία της Αγιάς, μεταξύ των οποίων στις τοιχογραφίες της πρώτης φάσης της Αγίας Παρασκευής Αγιάς και του καθολικού της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής. Η τράπεζα είναι και αυτή τοιχογραφημένη και σώζει επιγραφή του 1616.
Το τέμπλο του ναού
Ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία των ζωγραφιστών τέμπλων, που τοποθετούνται πρίν την διάδοση των ξυλογλύπτων, από τα τέλη του 16ου αιώνα. Την κύρια ειδοποιό διαφορά του από άλλα σύγχρονα τέμπλα αποτελεί μια επίθετη ζώνη με καμπυλόγραμμα σχήματα και ζωγραφιστά λουλούδια, που καλύπτει το επάνω μέρος των δεσποτικών εικόνων και σχετίζεται με το συμβολισμό της Θεοτόκου ως της Σκηνής του Μαρτυρίου, που αναφέρεται στη λειτουργία των Εισοδίων. Εκτός από τις εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου, που ανήκουν στην αρχική φάση, σώζονται ακόμη οι εικόνες των Εισοδίων, του Προδρόμου, της Σύναξης των Αρχαγγέλων και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, μαζί με το βημόθυρο, που προστέθηκαν στην ανακαίνιση των αρχών του 18ου αιώνα. Η ζώνη του επιστυλίου παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, καθώς, μαζί με τη Μεγάλη Δέηση, υπάρχουν οι εικόνες των τοπικών ιεραρχών Αχιλλίου και Βησσαρίωνα, του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, καθώς και του αγίου Αντωνίου, που γνώρισε μεγάλη τιμή στην Αγιά.
Αφιερώθηκε από τον Ιωάννη του Κωστή στις 14 Νοεμβρίου του 1579, προφανώς για να εγκαινιασθεί στην εορτή των Εισοδίων (21/11). Η ιδιαίτερη τυπολογία του γνώρισε ευρεία διάδοση στα τέμπλα της Αγιάς την εποχή εκείνη, από τα οποία σώζονται οκτώ, δείγμα της μεγάλης ακτινοβολίας της Μονής. Ένα από αυτά είναι εκείνο της Μονής Γεννήσεως της Θεοτόκου στο Πολυδένδρι (Μονή Παναγίας), που χρηματοδοτήθηκε από τον ίδιο κτήτορα. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την προέλευση του ζωγράφου των εικόνων της αρχικής φάσης της Μονής Αγ. Παντελεήμονα, ο οποίος φαίνεται ότι σχετίζεται με την τέχνη της Βόρειας Ελλάδας. Αντίθετα, τις εικόνες της δεύτερης φάσης υπογράφει ο ζωγράφος Γεώργιος από τον Κλειτσό των Αγράφων το 1711.
Ο διάκοσμος του 1724
ds/2023/12/1.jpg"]
Στις εκτεταμένες επιφάνειες και τη σύνθετη θολοδομία του καθολικού απλώνεται ένα πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα, που αντλεί τις βασικές του γραμμές από το βυζαντινό σταυροειδή τύπο, όπως διαμορφώθηκε στα μεγάλα αθωνίτικα καθολικά του 16ου αιώνα. Οι καμάρες είναι αφιερωμένες στη διήγηση της χριστολογικής ιστορίας που αρχίζει από την νοτιοανατολική άκρη του ναού, αφού προηγηθεί τμήμα του βίου της Θεοτόκου στο ιερό. Στη συνέχεια προεκτείνεται προς τα δυτικά, ούτως ώστε οι σκηνές του Πάθους καταλαμβάνουν τη δυτική καμάρα, εκείνες των Εμφανίσεων μετά την Ανάσταση στη βόρεια καμάρα και καταλήγουν πάλι στο ιερό με την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Στη νότια καμάρα η σειρά διακόπτεται για την απεικόνιση της μεγάλης παράστασης των Αίνων. Στα γωνιαία διαμερίσματα αναπτύσσονται ιδιαίτερες ενότητες και συγκεκριμένα αποσπάσματα από το βίο της Θεοτόκου, του Προδρόμου, των Αρχαγγέλων και του Αγίου Παντελεήμονα, ενώ στην Πρόθεση και το Διακονικό τα θαύματα του Χριστού περιστοιχίζουν τις μορφές του Χριστού ως Εμμανουήλ και Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής.
Οι κάθετοι τοίχοι του ναού περιλαμβάνουν τέσσερις ζώνες, από τις οποίες στην κατώτερη εικονίζονται μεμονωμένοι άγιοι, ενώ στη συνέχεια μαρτύρια αγίων, σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και χριστολογικές σκηνές, που επεκτείνονται στις καμάρες. Στο δυτικό τοίχο κυριαρχεί, ως συνήθως, η Κοίμηση της Θεοτόκου, μαζί με σκηνές του βίου της και επιστέφεται από τη Σταύρωση. Τα μαρτύρια των αγίων, είναι επιλεγμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε τα περισσότερα αντιστοιχούν στους ολόσωμους αγίους της κατώτερης ζώνης. Έτσι, ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και τα μαρτύρια των αποστόλων, των στρατιωτικών αγίων και των κυριώτερων ασκητών, που απεικονίζονται συνήθως στα μεγάλα καθολικά αυτού του τύπου. Η πρωτοτυπία του προγράμματος είναι ότι οι δύο εξέχουσες επιφάνειες του τεταρτοσφαιρίου των πλαγίων χορών καταλαμβάνονται από την Σκηνή της Σαμαρείτιδας και των Αίνων, αντίστοιχα, με σκοπό την προβολή του έργου του Χριστού ως Δημιουργού και Διδασκάλου. Οι Αίνοι (Ψαλμοί 148-150) με την πλούσια απόδοση του συνόλου της Δημιουργίας (Αινείτε τον Κύριον πάσαι αι δυνάμεις αυτού), καθώς και η παράσταση του ύμνου «Επί σοί Χαίρει» προς τιμήν της Θεοτόκου, που βρίσκεται δίπλα του, στο νότιο χορό, αποτελούν τις πλέον προβεβλημένες παραστάσεις του διακόσμου.
Στο ιερό βήμα εκτείνεται επίσης πλούσιο πρόγραμμα, με τη Θεοτόκο κυρίαρχη στην κόγχη και τα λειτουργικά θέματα στις αψίδες. Ο Χριστός εικονίζεται δύο φορές στην κεντρική κόγχη, τόσο στην Κοινωνία των Αποστόλων όσο και στην Αγγελική Λειτουργία, ενώ κυριαρχεί επίσης και στις πλάγιες κόγχες, ως Αρχιερέας σε εκείνη της Προθέσεως και Αναπεσών σε εκείνη του Διακονικού. Οι χώροι αυτοί επιστέφονται από προφητικά οράματα (Χριστός Εμμανουήλ και Άγγελος της Μεγάλης Βουλής)
Στο νάρθηκα απλώνεται μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο βόρειο τοίχο, καθώς και σκηνές από το Ευαγγέλιο της Κρίσεως (κατά Ματθαίον, κέφ. 25), όπου ο Χριστός εμφανίζεται ως ζητιάνος και καταφρονεμένος για να τονίσει τις αρετές της αγάπης και της ελεημοσύνης. Στον ίδιο χώρο υπάρχουν και άλλες σκηνές διδασκαλίας του Χριστού με κυριώτερες τον Χορτασμό των πεντακισχιλίων και την Παραβολή του Ασώτου, που πλαισιώνονται από μοναχούς αγίους.
Ο ζωγράφος αυτός είναι γνωστός από δύο έργα του στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με τον Μ. Χατζηδάκη και συγκεκριμένα στο ναό Κοιμήσεως στο Πουρνάρι Γορτυνίας (1715) και στο παρεκκλήσιο Αγίας Τριάδας στη μονή Αιμυαλών (1715/16). Σ' αυτά σώζονται μικρά τμήματα του διακόσμου από τα οποία δεν μπορεί να γίνει εκτίμηση για το έργο του ζωγράφου. Στη Μονή Παντελεήμονα, αντίθετα, σώζεται ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αξιώσεων, από το οποίο προκύπτει καλή γνώση της εικονογραφικής παράδοσης και της τέχνης της τοιχογραφίας, με πιθανή συμμετοχή συνεργατών ζωγράφων, καθώς και μορφωμένων κληρικών στην κατάρτιση του προγράμματος. Άλλωστε, στην κτητορική επιγραφή, εκτός του επισκόπου Δημητριάδος Ιακώβου, αναφέρονται τα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής, δηλαδή δύο κληρικοί της Αγιάς, ο οικονόμος Ιωάννης και ο σακελλάριος Στέργιος, καθώς και τέσσερις λαϊκοί, ο Αργύρης, ο Χατζηδημήτρης, ο Θεοχάρης και ο Παναγιώτης Πικρόπουλος, ενώ η δαπάνη καταβλήθηκε εξολοκλήρου από τους πιστούς της Αγιάς.
Ο ζωγράφος Γαβριήλ δημιουργεί χαρακτηριστικές μορφές με ψηλόλιγνες αναλογίες, ασκητικά πρόσωπα και ιδιαίτερη κίνηση στην πτυχολογία των ενδυμάτων, ιδίως στους ολόσωμους αγίους. Το ζωγραφικό του ύφος σχετίζεται με την περιοχή της μαθητείας του, την Πελοπόννησο, ενώ εικονογραφικά έχει ενσωματώσει στοιχεία από εικόνες κρητικής τέχνης της εποχής του, όπως φαίνεται επίσης από την απόδοση του ύμνου «Επί σοί χαίρει» και άλλες εικονογραφικές του επιλογές. Δεν φαίνεται να άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στη μεταγενέστερη τέχνη της Θεσσαλίας, ωστόσο η παρουσία του εντοπίζεται σε άλλον ένα ναό στην Αγιά, το ναίσκο του Χριστού.